- ἀπήγαγ'
- ἀπήγαγε , ἀπάγωlead awayaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς … Dictionary of Greek